σινάϊος

σινάϊος
-αΐα, -ον, Α
βλ. σιναίος (Ι).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σιναίος — (I) α, ο / σιναῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και σινάϊος, αΐα, ον, ΝΜΑ [Σινᾱ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Όρος Σινά ή στη Μονή τού Σινά («Σιναία Σχολή» σχολή που λειτούργησε επί έναν σχεδόν αιώνα, από το 1550 ώς το 1640, στο σιναϊτικό μετόχιο τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”